πελούζα

πελούζα
lawn

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πελούζ — και πελούζα, η 1. κομμάτι γης σκεπασμένο με πυκνή και χαμηλή χλόη, γκαζόν 2. (στον ιππόδρομο) το τμήμα τής κερκίδας που φιλοξενεί τους θεατές οι οποίοι έχουν εισιτήριο β θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelouse < λατ. pilosus «τριχώδης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”